- τραύλισμα
- το, -ατοςτραυλισμός (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τραύλισμα — Διαταραχή του έναρθρου λόγου, που οφείλεται σε δυσχέρεια άρθρωσης των λέξεων, η οποία μπορεί να χαρακτηρίζεται από σπασμωδική επανάληψη μιας συλλαβής (κλονικό τ.), από δυσκολία εκφώνησης ενός ήχου ενώ το στόμα είναι ανοιχτό (τονικό τ.), από… … Dictionary of Greek
παραλαλικός — ή, ό [παραλαλία] 1. ο σχετικός με την παραλαλία 2. φρ. «παραλαλικό τραύλισμα» ιατρ. είδος διαταραχής τού λόγου, τραύλισμα με αντικατάσταση ενός φθόγγου από έναν άλλο … Dictionary of Greek
βατταρίζω — (AM βατταρίζω) τραυλίζω νεοελλ. περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λέξη (πρβλ. διπλό ττ ), που θεωρείται ότι ανάγεται σε *bata , ονοματοποιημένο στοιχείο που εκφράζει παιδικό τραύλισμα ή έκπληξη (πρβλ. και λ. βαττολογώ). Το… … Dictionary of Greek
βατταρισμός — ο (AM βατταρισμός) [βατταρίζω] το τραύλισμα μσν. ο τερετισμός των χελιδονιών … Dictionary of Greek
βαττολογώ — (AM βαττολογῶ, έω) φλυαρώ, λέω τα ίδια και τα ίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βαττολογώ, που μορφολογικά φαίνεται να προέρχεται < *βαττολόγος, αποτελεί λ. ηχομιμητική (πρβλ. διπλό ττ ) αβέβαιης προελεύσεως. Έχει υποστηριχθεί ότι το βαττολογώ προέρχεται από… … Dictionary of Greek
διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… … Dictionary of Greek
δυσλαλία — η ιατρ. δυσκολία στην άρθρωση τών λέξεων, τραύλισμα … Dictionary of Greek
μογιλαλία — η (Α μογιλαλία) [μογιλάλος] αδυναμία στην άρθρωση συλλαβών, τραύλισμα … Dictionary of Greek
βραδυγλωσσία — η η δυσκολία στην ομιλία, το τραύλισμα: Η βραδυγλωσσία του τον εμποδίζει και τον κουράζει στην επικοινωνία του με τους άλλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)